ΠΕΤΑΝΟΙ


Δύσκολο δρόμο πήραμε το ξέρω, όμως φαντάσου τη ζωή σου κάπου αλλού
Θα’ταν το ίδιο οδυνηρή και ωραία η θα’ταν κύμα που βροντάει στου γιαλού
Το βράχο που ορίζεις όταν βγαίνεις αίμα λουσμένη άγια ψυχή στους Πετανούς;
Εκεί που είσαι αιώνες βυθισμένη μές τους δικούς σου άδειους ουρανούς.
Τριάντα έξι χρόνια σκαλισμένη πάνω σε πέτρα που η θάλασσα φιλεί
Τριάντα έξι αιώνες ξεχασμένη, κανένας δεν θα ψάξει να σε βρει.
Ησουν της μοίρας η ολέθρια βεντάλια ενός μικρού παιδιού το χέρι που κουνά
Στης Περσεφόνης τα κρυστάλλινα παλάτια εκεί σε μια γωνιά στα σκοτεινά
Ακούμπησες το χέρι σου στο χώμα και λάκκος σχηματίστηκε βαθύς
Σε τρόμαξε, και τό’συρες στο στόμα σαν πλάγιασες εκεί να κοιμηθείς.
Ανάσα πιά να πάρεις δεν μπορείς, φωτιά αρπάζει τη καρδιά σου, το κορμί σου
Σε χέρια δυνατότερα αφέθηκες και έχασες μονομιάς τη δύναμη σου.
Χιτώνα άσπρο για να ντύσεις τώρα υφαίνεις το Μέγα Μυστικό σου με αγάπη
Των Δώδεκα Παρθένων το μαρτύριο υπόμεινες εσύ μ’ένα σου δάκρυ.

No comments:

Post a Comment